νεφοσκόπιο(ν)

νεφοσκόπιο(ν)
το метео, нефоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νεφοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • νεφοσκόπιο — το (μετεωρ.) μετεωρολογικό όργανο το οποίο χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τής υψομετρικής βάσης τών νεφώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephoscope (< νέφος + σκόπιο < σκόπος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • νεφομετρικός — ή, ό [νεφομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφομετρία 2. φρ. «νεφομετρική κλίμακα» κλίμακα που χρησιμοποιείται στη νεφομετρία για τον προσδιορισμό τής νέφωσης, όταν δεν υπάρχει νεφοσκόπιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»